
Η Ιβηρική Χερσόνησος είναι μια από τις μεγαλύτερες χερσονήσους της Ευρώπης που αποτελεί και το νοτιοδυτικό άκρο της. Ονομάζεται από πολλούς και Ιβηρία από το όνομα του αρχαίου λαού των Ιβήρων που την κατοικούσε.
Χωρίζεται από την υπόλοιπη Ευρώπη με την οροσειρά των Πυρηναίων, που αποτελούν επίσης το φυσικό σύνορο Ισπανίας – Γαλλίας. Νοτιοδυτικά, Δυτικά και Βόρεια βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και Ανατολικά και νοτιοανατολικά από τη Μεσόγειο θάλασσα. Το νοτιότερο σημείο της είναι το Πούντα ντε Ταρίφα που είναι το πλησιέστερο σημείο της Ευρώπης με την Αφρική που αποτελεί και τη δυτική πύλη της Μεσογείου. Μεγαλύτερος ποταμός της είναι ο Τάγος.
Η έκταση της είναι όση η έκταση της Γαλλίας και του Βελγίου μαζί και φτάνει περίπου τα 580.000 τ.χλμ. εκτός από τα ισπανικά νησιά Βαλεαρίδες και Κανάρια και τα πορτογαλικά Αζόρες και Μαδέρα. Στο έδαφος της Ιβηρικής χερσονήσου βρίσκονται τα ευρωπαϊκά κράτη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η Ανδόρρα και ο βράχος του Γιβραλτάρ που ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Τον γεωγραφικό της σκελετό διαμορφώνουν διάφορες οροσειρές καλούμενες «σιέρες», υψηλότερες των οποίων είναι η «Σιέρρα ντε λα Ντεμάντα» (2.308 μ.), η Σιέρρα Νεβάδα (3.478 μ.), η «Σιέρρα ντε Μονκάγιο» (2317 μ.) και η «Σιέρρα ντε Θεμπογέρα» (2178 μ.). Επίσης υπάρχουν και μεμονωμένα όρη όπως το «Σαν Χουάν» και το «Αμπαλέρε» (2.039 μ.). Κυριότεροι ποταμοί είναι ο Γουαδιάνα, ο Γκουαδαλαβιάρ, ο Τάγος, ο Ντουέρο και ο Έβρος (ο αρχαίος «Ίβηρ» των Ελλήνων).
Το όνομα της η Ιβηρική χερσόνησος ή Ιβηρία το πήρε από τους αρχαίους Έλληνες που ήταν οι πρώτοι, που ονόμασαν τους κατοίκους της Ίβηρες, επειδή κατοικούσαν γύρω από τον Ίβηρα ποταμό, τον σημερινό Έβρο. Κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η Ιβηρική χερσόνησος ονομαζόταν Ισπανία, όνομα που έμεινε και σε μία από τις δύο χώρες της. Γενικά η Ιβηρική χερσόνησος αποτελεί ένα τεράστιο σε έκταση οροπέδιο με το μεγαλύτερο μέρος της να το καταλαμβάνει η Ισπανία.
Τη χερσόνησο αυτή περιβάλλουν δυτικά η Θάλασσα του Αλμποράν και η Ιβηρική θάλασσα στη Μεσόγειο και ανατολικά ο Ατλαντικός Ωκεανός.
Χώρες και εδάφη που περιλαμβάνει
Πορτογαλία
Η Πορτογαλία, επίσημα γνωστή ως Πορτογαλική Δημοκρατία (πορτογαλικά: República Portuguesa), βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Ιβηρικής χερσονήσου στη νοτιοδυτική Ευρώπη. Βόρεια και ανατολικά συνορεύει με την Ισπανία, ενώ νότια και δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Η χώρα περιλαμβάνει και δύο αρχιπελάγη στον Ατλαντικό, τις Αζόρες και τη Μαδέρα. Έχει έκταση 92.090 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 10.467.366 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Λισαβόνα.
Πήρε αυτή την ονομασία κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. από την παλιότερη ονομασία της πόλης Πόρτο που ήταν Portus Cale ή Portucale ή Portucalia[5]
Τοπογραφικός χάρτης της Πορτογαλίας
Η επικράτεια της Πορτογαλίας περιλαμβάνει το νοτιοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου και δύο αρχιπελάγη στον Ατλαντικό, τη Μαδέιρα και τις Αζόρες. Βρίσκεται ανάμεσα στα πλάτη 32° και 43° βόρεια, και μήκη 32° και 6° δυτικά.
Το ηπειρωτικό τμήμα της χώρας χωρίζεται στα δύο από το κύριο ποτάμι του, τον Τάγο, ο οποίος πηγάζει από την Ισπανία και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Στις εκβολές του ποταμού είναι κτισμένη η Λισαβόνα. Το βόρειο τμήμα της χώρας είναι ορεινό και στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν πολλά οροπέδια, ενώ το νότιο, όπου βρίσκονται οι περιοχές Αλγκάρβε και Αλεντέζου, χαρακτηρίζεται από τις πεδιάδες του.
Η ψηλότερη κορυφή της Πορτογαλίας είναι το όρος Πίκο, στο νησί Πίκο στις Αζόρες. Αυτό το ηφαίστειο έχει ύψος 2.351 μέτρα και είναι το σύμβολο των Αζορών. Στο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας η ψηλότερη κορυφή είναι η Σέρρα δα Εστρέλα, με ύψος 1.991 μέτρα. Η έκθεση της Πορτογαλίας στον ανοικτό ωκεανό σε όλες σχεδόν τις πλευρές δίνει στη χώρα ένα ωκεάνιο κλίμα με πολλές βροχοπτώσεις και ήπιες θερμοκρασίες.
Ο αρχαίος ρωμαϊκός ναός στο Έβορα.
Έχουν βρεθεί τέχνεργα τα οποία χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. και ανήκουν στον πολιτισμό των Κάστρων. Η χώρα στην αρχαιότητα αναφερόταν ως Λουζιτανία και οι ελληνικές πηγές ανέφεραν τους κατοίκους ως Βακκαιούς, Καλλαικούς[6], Ουετονούς και Καρπετανούς. Επίσης οι κάτοικοι αναφέρονταν και ως Λουσιτανοί. Όταν επικράτησαν οι Καλλαικοί, η χώρα ονομάστηκε Καλλαικία -είναι η σημερινή Γαλικία, στον βορρά, που ανήκει τώρα στην Ισπανία. Τα παράλια της χώρας είχαν αποικισθεί από τους Φοίνικες και τους Καρχηδόνιους. Η χώρα κατακτήθηκε ύστερα από σκληρή αντίσταση, από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πραγματοποίησαν τις πρώτες επιδρομές το 219 π.Χ. και την είχαν κατακτήσει ολόκληρη μέχρι την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα, την κράτησαν δε στην κατοχή τους μέχρι το 298 μ.Χ.. Οι Ρωμαίοι την ονόμασαν «επαρχία Λουσιτανίας» το 27 π.Χ.. Αργότερο το βόρειο τμήμα της αποτέλεσε την επαρχία της Γαλικίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Μπράγκα.
Το 409 μ.Χ. η χώρα κατακτήθηκε από βόρειους λαούς, τους Αλανούς, τους Σαρμάτες, τους Σουηβούς και τελικά τους Βησιγότθους. Στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ. κατακτήθηκε από τους Σαρακηνούς και αποτέλεσε, όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου, τμήμα του χαλιφάτου των Ομεϋαδών. Μετά την κατάρρευση του χαλιφάτου το 750, η Πορτογαλία έγινε τμήμα του Εμιράτου και μετά το 929 του Χαλιφάτου της Κόρδοβα.
Συγκρότηση σε ανεξάρτητο βασίλειο
Στα τέλη του 9ου αιώνα, ο Βίμαρα Πέρες κατέκτησε την περιοχή ανάμεσα στους ποταμός Μίνιο και Ντουέρο. Μία από τις πρώτες πόλεις που ίδρυσε ήταν το Γκιμαράες, η οποία θεωρείται το «λίκνο του πορτογαλικού έθνους».[7] Ο Βίμαρα Πέρες οργάνωσε την περιοχή, η οποία απέκτησε το καθεστώς κομητείας, η οποία έγινε γνωστή ως Κομητεία της Πορτογαλίας, και ήταν τμήμα του Βασιλείου των Αστουριών και αργότερα του βασιλείου της Γαλικίας. Το 953 μ.Χ. οι ηγεμόνες της Αστουρίας έδιωξαν τους κατακτητές και απελευθέρωσαν τη Λισαβόνα. Ο Φερδινάνδος της Καστίλης κατάκτησε όλη τη χώρα και της έδωσε το όνομα «Πορτογαλία». Γύρω στο 1110 ο Αλφόνσος ο ΣΤ΄ βασιλιάς της Καστίλλης παραχώρησε την Πορτογαλία ως κομητεία στον γαμπρό του, δηλαδή τον σύζυγο της κόρης του, Ερρίκο της Βουργουνδίας. Ο Ερρίκος σταδιακά ανεξαρτητοποιήθηκε πλήρως και ο διάδοχός του, δηλαδή ο γιος του Αλφόνσος, όταν νίκησε τους Άραβες το 1136 ανακηρύχθηκε από το στράτευμα βασιλιάς.
Από τότε ξεκινά η ανεξάρτητη ιστορία της Πορτογαλίας, που γρήγορα εξελίχθηκε σε μεγάλη ναυτική και αποικιοκρατική δύναμη και πρωτοστάτησε στην Εποχή των Ανακαλύψεων. Ο πρίγκιπας Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος προώθησε τις εξερευνήσεις, και έτσι οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν το νησί Μαδέρα, τα Κανάρια Νησιά και το Πράσινο Ακρωτήριο στην Αφρική. Στη συνέχεια οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, τη θαλάσσια οδό προς την Ινδία με τον Βάσκο ντα Γκάμα, και εξερεύνησαν τη νότια Ασία. Το 1500, ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ διεκδίκησε τη Βραζιλία εκ μέρους της Πορτογαλίας. Στη συνέχεια οι Πορτογάλοι ανέπτυξαν αποικιακό κράτος στην Αφρική, την Ινδία και τη Νότια Αμερική, ενώ θαλασσοπόροι της χώρας έφτασαν μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα. Οι ανακαλύψεις αυτές έφεραν οικονομική ευμάρεια στην Πορτογαλία, σηματοδοτώντας την πορτογαλική Αναγέννηση.
Η κρίση της διαδοχής το 1580 οδήγησε στην κατάληψη του θρόνου της χώρας από τον Ισπανό βασιλιά Φίλιππο Β΄, ο οποίος βασίλευσε στην Πορτογαλία ως Φίλιππος Α΄ της Πορτογαλίας και μέχρι το 1640 η Πορτογαλία κυβερνιόταν από αντιβασιλέα, εκπρόσωπο του βασιλιά της Καστίλλης. Η πίεση των ισπανικών συμφερόντων σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ολλανδικού κράτους στη θάλασσα και στο εμπόριο, έφερε το μαρασμό στην οικονομία της Πορτογαλίας. Οι Ολλανδοί κατέκτησαν τότε τις περισσότερες αποικίες των Πορτογάλων.
Το 1640, με την ευκαιρία της επανάστασης της Καταλωνίας, επαναστάτησαν εναντίον των Ισπανών και οι Πορτογάλοι, με τον Ιωάννη Δ΄ να ανεβαίνει στον θρόνο της Πορτογαλίας. Ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά ακολούθησε 25ετής πόλεμος με την Ισπανία. Ανέκτησε τη Βραζιλία και τις αφρικανικές της αποικίες, αλλά αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Βομβάη των Ινδιών στη Βρετανία και τη Θέουτα, στα βόρεια παράλια του Μαρόκου, στην Ισπανία. Το 1755, ισχυρός σεισμός, σε συνδυασμό με το τσουνάμι και τις πυρκαγιές που ακολούθησαν, κατέστρεψε τη Λισαβόνα. Το 1775 η Πορτογαλία ταύτισε την εξωτερική της πολιτικής με της Αγγλίας και συμμετείχε σε όλους τους πολέμους εναντίον της Γαλλίας με αποτέλεσμα το 1807 να κατακτηθεί από τα νικηφόρα τότε γαλλοϊσπανικά στρατεύματα.
Όταν αποχώρησαν τα γαλλοϊσπανικά στρατεύματα στην Πορτογαλία άρχισε μια μακρά περίοδος κοινωνικών και δυναστικών ταραχών, με βασικότερο αίτιο του τριγμού της οικονομίας την ανεξαρτησία της Βραζιλίας το 1822. Η χώρα ταλανίστηκε επί σχεδόν ένα αιώνα. Κατάφερε όμως να επεκτείνει τις αποικίες της στην Αφρική.
Η είσοδος στον 20ό αιώνα σημαδεύεται από οικονομική αστάθεια που έχει πολλαπλές συνέπειες τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνική ζωή της χώρας: πολιτικές ταραχές, αναστατώσεις και στις ένοπλες δυνάμεις, εξάρτηση από ξένα οικονομικά κέντρα και μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και τις Αφρικανικές αποικίες.
Ο Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ, δικτάτορας της χώρας από το 1932 μέχρι το 1968.
Το 1908 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας ανέθεσε έκτακτες εξουσίες στον Φράνκο καταλύοντας τη συνταγματική νομιμότητα, γεγονός που προκάλεσε επαναστατικά κινήματα και οδήγησε στη δολοφονία του βασιλιά Καρόλου Α’ και του διαδόχου του, Λουδοβίκου. Το 1910 η βασιλεία είχε περάσει στον Εμμανουήλ Β΄, ο οποίος ανατράπηκε και ανακηρύχθηκε προεδρική δημοκρατία[8]: πρώτος πρόεδρος της χώρας αναδείχθηκε ο Εμανουέλ ντε Αριάγκα. Όμως αυτό δεν έδωσε τέλος στις εξεγέρσεις και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πολιτική κατάσταση ήταν ρευστή, κυριαρχούσε η βία των πολιτοφυλακών και ένας γενικά μεσοαστικός ελιτίστικος αυταρχισμός.[9] Επιπλέον, πολλές κυβερνήσεις αλληλοδιαδέχονταν η μια την άλλη, σημειώνοντας την υψηλότερη κυβερνητική αστάθεια στην Ευρώπη καθώς τέσσερις φορές άλλαξαν οι αρχηγοί του κράτους.[10] Το 1911 επήλθε χωρισμός κράτους και εκκλησίας γεγονός που έφερε σε ρήξη το νεαρό δημοκρατικό καθεστώς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της χώρας και το Βατικανό. Η χώρα θα λάβει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Στη διάρκεια του πολέμου ο πρόεδρος Μπερναντίνο Λουίς Ματσάντο Γκουιμαράες ανατρέπεται με πραξικόπημα από τον στρατηγό Σιντόνιο Μπερναντίνο Καρντόζο ντα Σίλβα Πάις τον Δεκέμβριο του 1917, για να δολοφονηθεί μετά ένα χρόνο ο πραξικοπηματίας. Νέες μορφές δεξιού αυταρχισμού αναδύθηκαν μεταπολεμικά: οργανώσεις της ριζοσπαστικής δεξιάς με ελιτίστικο χαρακτήρα όπως η ‘’Integralismo Lusitano’’, ή η ‘’Crusada Nun’ Alvares Pereira’’, πιο πραγματιστική στη στοχοθεσία της, ήθελαν ένα εθνικιστικό αυταρχικό καθεστώς. Το 1921 θα λάβει χώρα ένα πραξικόπημα, το οποίο θα αποτύχει, από ομάδα αξιωματικών οι οποίοι είχαν ιδρύσει το «Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Προεδρικό Κόμμα».[9] Στη χώρα, η οποία πλήττονταν από υψηλό πληθωρισμό, μεγάλο δημόσιο χρέος και χαμηλότατη οικονομική ανάπτυξη, εδραιώθηκε τελικά, τον Μάιο του 1926 η δικτατορία του Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ: το εξαιρετικά αυταρχικό αυτό καθεστώς επιβίωσε για σαράντα οκτώ χρόνια.[11] Επέβαλε μονοκομματικό καθεστώς, απαγόρευσε τα εργατικά συνδικάτα και καθιέρωσε κορπορατιστικό κράτος.[12] Επίσης υπήρξε ανεκτικό απέναντι σε άλλες φυλές μέσα στις αποικίες της, ενώ είχε υπό την προστασία του τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η χώρα αρνήθηκε για πρώτη φορά να ταυτιστεί με την εξωτερική πολιτική της Βρετανίας και έμεινε ουδέτερη. Μετά το τέλος του πολέμου άντεξε σε εσωτερικούς κλυδωνισμούς που προκάλεσαν απεργίες και αντιμετώπισε επιτυχώς στρατιωτικό κίνημα το 1947. Το καθεστώς Σαλαζάρ υπήρξε ανθεκτικό επειδή οι αντίπαλοί του ήταν διαιρεμένοι και εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Το καθεστώς ενισχύθηκε το 1949 όταν η χώρα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ.
Το 1963, στη Λισαβόνα, 1.000 φοιτητές αψήφησαν την απαγόρευση του καθεστώτος Σαλαζάρ και συγκεντρώθηκαν έξω από το κτίριο του Πανεπιστημίου, διεκδικώντας το αυτονόητο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δικαίωμα, να συστήνουν φοιτητικούς συλλόγους. «Κάτω το 044032» έγραφε ένα από τα πανό. Ο αριθμός ανταποκρινόταν στο διάταγμα που απαγόρευε τους συλλόγους και τις φοιτητικές εκδηλώσεις, ακόμη και τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας των Φοιτητών, ένα ακόμη αίτημα των Πορτογάλων φοιτητών. Όλα αυτά δεν φάνηκαν να συγκινούν τους δύο γηραιούς, σκληρούς και επί δεκαετίες δικτάτορες της Ιβηρικής Χερσονήσου, τον Φρανθίσκο Φράνκο της Ισπανίας και τον Σαλαζάρ της Πορτογαλίας, οι οποίοι συναντήθηκαν στις 15 Μαΐου του 1963 για να συζητήσουν «διεθνή και εσωτερικά προβλήματα». Η ώρα της αποχώρησής τους απείχε ακόμη αρκετά[13].
Η πορτογαλική Αφρική πριν την ανεξαρτησία της το 1975.
Από το 1961 έως το 1974 η Πορτογαλία προσπάθησε να διατηρήσει με πολέμους τις αποικίες που της είχαν απομείνει. Στη δεκαετία του 1970 ήταν οι μόνοι Ευρωπαίοι οι οποίοι προσπαθούσαν να κρατηθούν με τη βία στην Αφρική. Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης των Πορτογαλικών αποικιών ήταν αποτέλεσμα του υψηλού οικονομικού και έμψυχου κόστους –το 25% της Πορτογαλικής νεολαίας υπηρετούσε στις ένοπλες δυνάμεις– αλλά και της πτώσης της δικτατορίας το 1974 [14]. Τον Απρίλιο του 1974 έγινε η λεγόμενη «Επανάσταση των Γαρυφάλλων», το αναίμακτο πραξικόπημα από αριστερούς στρατιωτικούς, οι οποίοι και οδήγησαν τη χώρα στη δημοκρατία. Παράλληλα η χώρα απέδωσε την ανεξαρτησία στις αποικίες της και επέστρεψαν στην Πορτογαλία πάνω από ένα εκατομμύριο Πορτογάλοι μετανάστες, κυρίως από την Ανγκόλα και τη Μοζαμβίκη. Η τελευταία αποικία που παρέδωσαν ήταν το Μακάου, που αποδόθηκε στην Κίνα το 1999. Το 2002 οι Πορτογάλοι αναγνώρισαν και επίσημα την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τιμόρ.
Το 1986 η Πορτογαλία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε Ε.Ο.Κ.) και το 1999 μπήκε στη ζώνη του ευρώ.
Η Πορτογαλία είναι Ημιπροεδρική δημοκρατία αλλά με υπερ-αυξημένες αρμοδιότητες του πρωθυπουργού. Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.
Από το 1910, αρχηγός κράτους είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σημερινός πρόεδρος είναι ο Μαρσέλου Ρεμπέλου ντε Σόζα. Ο Σόζα εξελέγη από τον πρώτο γύρο τον Ιανουάριο του 2016. Πρωθυπουργός είναι ο Αντόνιου Κόστα.
Στη χώρα γίνονται εκλογές για πρόεδρο και για κοινοβούλιο. Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 4 Οκτωβρίου 2015.
Η Πορτογαλία είναι μέλος του ΟΗΕ από το 1955 και ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ (1949), του ΟΟΣΑ (1961) και της ΕΖΕΣ (1960), την οποία εγκατέλειψε το 1986 για να γίνει μέλος της ΕΟΚ, η οποία το 1993 έγινε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Πορτογαλία και η Αγγλία (μετέπειτα: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας) μοιράζονται την παλαιότερη ενεργή στρατιωτική συμφωνία, μέσω της Αγγλο-Πορτογαλικής Συμφωνίας (Συνθήκη του Γουίντσορ), η οποία υπογράφηκε το 1373.
Η κυβέρνηση της ιβηρικής χώρας αναγνώρισε επισήμως την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου στις 7 Οκτωβρίου 2008.[15]
Το νόμισμα της Πορτογαλίας είναι το ευρώ (€), το οποίο αντικατέστησε το εσκούδο, και η χώρα ήταν ένα από τα αρχικά μέλη της ευρωζώνης. Η κεντρική τράπεζα της χώρας είναι η Τράπεζα της Πορτογαλίας (Banco de Portugal). Οι περισσότερες βιομηχανίες, επιχειρήσεις και οικονομικά ινστιτούτα εδράζονται στις μητροπολιτικές περιοχές της Λισαβόνας και του Πόρτο, ενώ άλλα σημαντικά οικονομικά κέντρα περιλαμβάνουν το Σετούμπαλ, Αβέιρο, Μπράγκα, Κοΐμπρα και Λεϊρία. Σύμφωνα με τα παγκόσμια ταξιδιωτικά βραβεία, η Πορτογαλία είναι ο κορυφαίος προορισμός στην Ευρώπη για γκολφ για το 2012 και το 2013.
Τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Πορτογαλική οικονομία υπέστη την πιο έντονη ύφεσή της από τη δεκαετία του 1970, με αποτέλεσμα η χώρα να τεθεί σε χρηματοοικονομική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το πρόγραμμα συμφωνήθηκε το 2011, και η Πορτογαλία άρχισε μια σειρά μέτρων ώστε να λάβει οικονομική υποστήριξη ύψους 78 δις €. Τον Μάιο του 2014 η χώρα εξήλθε από το μνημόνιο.
Ο πρωτογενής τομέας της χώρας παράγει μεγάλη ποικίλα προϊόντων, όπως ντομάτες, εσπεριδοειδή, πράσινα λαχανικά, ρίζα, καλαμπόκι, ελιές, ξηρούς καρπούς, κεράσια, σταφύλια, κρασί (όπως το κρασί πόρτο), μανιτάρια, γαλακτοκομικά, κρέας κοτόπουλου και μοσχαριού. Η υλοτομία παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην οικονομία, π.χ. με την παραγωγή χαρτιού. Παραδοσιακά μια θαλάσσια δύναμη, η Πορτογαλία διαθέτει μεγάλο αλιευτικό στόλο και είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλής κατανάλωση ψαριού. Είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός φελλού παγκοσμίως.[17]
Ο τουρισμός αποτελεί άλλη μια σημαντική πτυχή της οικονομίας της Πορτογαλίας, με περισσότερους από 9 εκατομμύρια τουρίστες να την επισκέφτηκαν το 2014.
Πορτογαλέζα με παραδοσιακή ενδυμασία
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός της Πορτογαλίας ήταν 10.562.178 κάτοικοι (52% γυναίκες και 48% άνδρες). Ο πληθυσμός έχει παραμείνει σχετικά ομογενής για το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας του: μια θρησκεία (καθολικισμός) και μια γλώσσα (πορτογαλικά) έχουν συνεισφέρει στην εθνική ενότητα, ιδίως μετά τον εκτοπισμό των περισσότερων Μαυριτανών και Εβραίων το 1497. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 81,6 χρόνια (78,6 χρόνια οι άνδρες και 84,4 οι γυναίκες).
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το 81% των Πορτογάλων είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Η χώρα έχει μικρές κοινότητες προτεσταντών, μορμόνων, μουσουλμάνων, ινδουιστών, σιχ, ορθοδόξων, μαρτύρων του Ιεχωβά, μπαχάι, βουδιστών, εβραίων και πνευματιστών. Περίπου το 6,8 δηλώνει ότι είναι άθεο και το 8,3 δεν απάντησε. Σε έρευνα του 2012 από το Καθολικό Πανεπιστήμιο, το 81,5% των Πορτογάλων δήλωσε ότι είναι καθολικοί και το 20% ότι παρακολουθεί τακτικά τη θεία λειτουργία. Αυτές οι τιμές δείχνουν μία μικρή πτώση από το 85,9% των καθολικών του 2001.
1η ημέρα
Λισαβόνα
Η Λισαβόνα ή Λισσαβώνα, (πορτογαλικά: Lisboa (Λιζμπόα)), παλαιότερα Ολισσιπόνα, είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας. Η Λισαβόνα έχει πληθυσμό 545.796 κατοίκους ενώ η μητροπολιτική (γενικότερη) περιοχή της Λισαβόνας με τα προάστια έχει σχεδόν 3.000.000 κατοίκους (2013).[5] Έχει χαρακτηριστεί «Πόλη του Οδυσσέα»] επίσης «Πόλη των μεγάλων θαλασσοπόρων – εξερευνητών», ως και «Πριγκίπισσα του Ωκεανού».
Η παραδοσιακή γραφή της πόλης στην ελληνική γλώσσα ήταν Λισσαβώνα (στην καθαρεύουσα Λισσαβών). Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, έχει αρχίσει να επικρατεί η απλούστερη γραφή Λισαβόνα, κάτι που συνέβη και με άλλες ονομασίες πόλεων.
Το ιστορικό κέντρο της Λισαβόνας βρίσκεται κτισμένο επάνω σε επτά λόφους και των μεταξύ αυτών κοιλάδων κατά μήκος της βόρειας όχθης του ποταμού Τάγου (στα πορτογαλικά: Τέζου) και 17 χλμ. ανατολικά προ των εκβολών του στον Ατλαντικό, πράγμα που την καθιστά μεγαλοπρεπή από τη θάλασσα. Το εμπορικό τμήμα της πόλης, η Μπάισα (Σιντάντ Μπάισα = Κάτω Πόλη), βρίσκεται μεταξύ του παλαιού τμήματος της πόλης Αλφάμα, ανατολικά, και της Μπάιρου Άλτου και Εστρέλα (=άνω πόλη) δυτικά. Συνέχεια στη δυτική πλευρά της προηγουμένης και προς τη θάλασσα, παρά τις εκβολές του Τάγου, εκτείνεται ο εμπορικός λιμένας και τα προάστια Αλκάνταρα και Μπελέμ. Η παλαιά πόλη χαρακτηρίζεται από στενούς, ανηφορικούς και ελικοειδείς δρόμους, πάρα πολύ απότομους για τα μηχανοκίνητα οχήματα, πράγμα που δεν είναι μεν πρακτικό σήμερα, προσδίνει όμως μεγάλη γραφικότητα στην πόλη. Η εξυπηρέτηση κατοίκων και επισκεπτών γίνεται από τρία τελεφερίκ και έναν ανελκυστήρα.
Η δυτική πλευρά της κυρίως πόλης και βόρεια της περιοχής Αλκάνταρα καταλαμβάνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από το δασικό πάρκο Monsanto, ένα από τα μεγαλύτερα αστικά πάρκα στην Ευρώπη με έκταση κοντά στα 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα με πολλές πλούσιες επαύλεις.
Σημειώνεται ότι μετά τον ιδιαίτερα καταστρεπτικό σεισμό που συνέβη στις 1 Νοεμβρίου του 1755, όπου το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της πόλης ισοπεδώθηκε, η πλειονότητα των κλασικών κτιρίων της πόλης ανάγονται κυρίως στον 18ο αιώνα.
Η αρχαία ιστορία της πόλης καλύπτεται από διάφορους μύθους, μεταξύ των οποίων φέρεται να ιδρύθηκε από τον Οδυσσέα, του οποίου το λατινικό όνομά είναι “Ulysses”. Αυτό συνάγεται εκ του αρχαίου ιστορικού ονόματός της, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, που ήταν Ulissipo, ή Olissipo. Επί ρωμαϊκών χρόνων έφερε το όνομα “Felicitas Julia“. Μετά τους Ρωμαίους και τους Τεύτονες επιδρομείς που ακολούθησαν, όταν η περιοχή καταλήφθηκε το 714 από τους Μαυριτανούς, μετά τη νίκη της Γουαδελέτης, μετονόμασαν την πόλη σε “Αλ Οσμπούνα” ή “Λασμπούνα“. Από το 844 μέχρι το 1422 η Λασμπούνα αποτελώντας την πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής και του νέου χριστιανικού Βασιλείου απετέλεσε το μήλο της έριδος πολλών επιδρομέων με αντίστοιχες καταστροφές, μέχρι που πυρπολήθηκε το 1373 από τους Ισπανούς.
Λίγο αργότερα, με την ανακάλυψη του λεγόμενου Νέου Κόσμου, τη ναυπήγηση τεράστιων ιστιοφόρων και την απότομη αύξηση του εμπορίου η Λισαβόνα κατέστη μία από τις πλουσιότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Τα διάφορα όμως γεγονότα που ακολούθησαν κυριολεκτικά εξαφάνισαν την ευημερία εκείνη. Μεταξύ αυτών επιγραμματικά αναφέρονται: η δίωξη των Εβραίων το 1497, ο σεισμός του 1531, η μόνιμη εγκατάσταση της Ιερής Εξέτασης στη Λισαβόνα το 1536, ο σεισμός του 1551, η πανώλη του 1569, καθώς και η πανωλεθρία του Αλκαζάρ Κεμπίρ στο Μαρόκο, το 1578, όπου φονεύθηκε ο βασιλιάς Σεβαστιανός και μένοντας εν χηρεία ο θρόνος ακολούθησε η επιβολή της ισπανικής κυριαρχίας που διατηρήθηκε επί 60 χρόνια, μέχρι το 1640. Στη συνέχεια άρχισε και πάλι η πόλη να ανακάμπτει οικονομικά, όταν τότε συνέπεσε η ανακάλυψη της Βραζιλίας με τον εισαγόμενο εξ αυτής πλούτο.
Δυστυχώς όμως και αυτή η νέα περίοδος ευημερίας τερματίσθηκε απότομα με τον μεγάλο σεισμό της Λισαβόνας που σημειώθηκε στις 1 Νοεμβρίου του 1755, όπου το μεγαλύτερο μέρος της πόλης ισοπεδώθηκε. Ακολούθησε η ανοικοδόμηση της πόλης επί των ερειπίων της. Πριν όμως προλάβει να ολοκληρωθεί ξέσπασαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι κατά τους οποίους η πόλη απετέλεσε μεγάλη βάση των Άγγλων εναντίον των οποίων στάλθηκαν γαλλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό και μετέπειτα στρατάρχη Ζαννό ντε Μονσέ ο οποίος και κυρίευσε την πόλη.
Μετά το τέλος του Ναπολέοντα όπου η χώρα απελευθερώθηκε, ο Βασιλιάς Ιωάννης ΣΤ΄ ενέκρινε το νέο φιλελεύθερο σύνταγμα γεγονός που προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο η Λισαβόνα κατέστη το επίκεντρο των συγκρούσεων. Μη μπορώντας τελικά ο Βασιλιάς να σταματήσει τις εμφύλιες συγκρούσεις αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον θρόνο. Επί του γεγονότος αυτού συνέβη νέος σεισμός (του 1910) και ακολούθησαν άλλοι το 1915, το 1917, το 1919 και το 1927 προκαλώντας συνεχείς καταστροφές στην πόλη.
Στη διάρκεια του Β’ Π.Π. χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορες χώρες της Ευρώπης κατέφυγαν στη Λισαβόνα προκειμένου να μεταβούν στη συνέχεια στις ΗΠΑ ή την Αγγλία. Μετά τον πόλεμο στην πόλη κατέφυγαν και πολλοί Ιταλοί εξόριστοι. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1952 συνήλθε στη Λισαβόνα το Συμβούλιο του Βορειοατλαντικού συμφώνου του ΝΑΤΟ όπου στην αίθουσα του πορτογαλικού κοινοβουλίου λήφθηκε η απόφαση της αύξησης μέτρων της αμυντικής ισχύος του Οργανισμού. Στη σύνοδο εκείνη παρευρέθηκαν και οι αντιπροσωπείες Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου να προπαρασκευασθεί η είσοδος των δύο χωρών στον Αμυντικό Οργανισμό.
Το κλίμα της Λισαβόνας είναι τυπικό μεσογειακό με ήπιους και βροχερούς χειμώνες και ζεστά και ξηρά καλοκαίρια. Ωστόσο, πολλές φορές η θαλασσινή αύρα που παρατηρείται συχνότατα προσφέρει μεγάλη αίσθηση δροσιάς. Η πόλη απολαμβάνει 250 μέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο.
Το τραμ της Λισαβόνας
Η καρδιά της πόλης είναι το κέντρο Μπάισα (Baixa), περιοχή υπό εξέταση για να λάβει μια θέση στην παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO. Το Μπάισα οργανώνεται σε ένα σύστημα πλέγματος και ένα δίκτυο τετραγώνων που χτίστηκε μετά από τον μεγάλο σεισμό του 1755, ο οποίος ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής πόλης. Το κάστρο του Σάου Ζορζ και ο καθεδρικός ναός της Λισαβόνας βρίσκονται σε έναν από τους επτά λόφους της Λισαβόνας, στα ανατολικά του Μπάισα. Η παλαιότερη περιοχή της πόλης είναι η Αλφάμα, κοντά στον Τάγο, γεγονός το οποίο την έχει καταστήσει σχετικά άτρωτη από τους διάφορους σεισμούς.
Άλλα μνημεία της πόλης: η Πράσα ντου Κουμέρσιου (Praça do Comércio – Πλατεία Εμπορίου), πλατεία Ροσίου (Rossio), πλατεία Restauradores, ανελκυστήρας Σάντα Ζούστα (Elevador de Santa Justa), ένας ανελκυστήρας στο στυλ γοτθικής αναγέννησης, που κατασκευάσθηκε περί το 1900 για να συνδέσει το Μπάισα και το Μπάιρρου Άλτου, το μοναστήρι των Ζερόνιμος, ο πύργος της Μπελέμ και το Μνημείο των Ανακαλύψεων (Padrão dos Descobrimentos).
Η πόλη της Λισαβόνας είναι πλούσια σε γοτθική και μπαρόκ αρχιτεκτονική, καθώς και σε μεταμοντέρνες κατασκευές. Η πόλη διασχίζεται, επίσης, από τις μεγάλες λεωφόρους και τα μνημεία κατά μήκος αυτών των κύριων οδών, ιδιαίτερα στις ανώτερες περιοχές. Μεταξύ αυτών, είναι οι λεωφόροι Avenida da Liberdade (της ανεξαρτησίας), Avenida Fontes Pereira de Mello, Avenida Almirante Reis (του ναυστάθμου) και η Avenida da Republica (της Δημοκρατίας).
Από τα μουσεία της πόλης ξεχωρίζουν τα: Museu Nacional de Arte Antiga (Εθνικό Μουσείο Αρχαίας Τέχνης), Museu dos Azulejos (Μουσείο των Μωσαϊκών Κεραμιδιών πορτογαλικού στιλ), Museu Calouste Gulbenkian (Μουσείο Καλούστ Γκουλμπενκιάν, που περιέχει ποικίλες συλλογές αρχαίας και μοντέρνας τέχνης), το Oceanario de Λισαβόνα (Ενυδρείο της Λισαβόνας, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη), το Museu do Design at Centro Cultural de Belém (Μουσείο Ντιζάιν, στο Μπελέμ), το Museu Nacional dos Coches (Εθνικό Μουσείο Βασιλικών Αμαξών, που περιέχει τη μεγαλύτερη συλλογή βασιλικών αμαξών στον κόσμο) και το Museu da Farmácia (Μουσείο Φαρμάκων).
Το 1994 ήταν η «ευρωπαϊκή πρωτεύουσα πολιτισμού». Η Έκθεση EXPO ’98 διοργανώθηκε στη Λισαβόνα.
Η περιοχή της Λισαβόνας είναι κατά πολύ η πλουσιότερη στην Πορτογαλία: παράγει 45% του πορτογαλικού ΑΕΠ, και στους κατά κεφαλήν όρους είναι αρκετά παραπάνω από το υπόλοιπο της Πορτογαλίας και επάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ είναι πιθανό να σταματήσει την αναπτυξιακή ενίσχυση για την περιοχή της Λισαβόνας στα ερχόμενα έτη.
2η ημέρα Σίντρα
Παλάτι Πένα στη Σίντρα
Πρόκειται για το πιο διάσημο παλάτι της Σίντρα. Βαμμένο σε έντονα χρώματα, το παλάτι National Palace of Pena, ξεχωρίζει από μακρυά. Η ιστορία του παλατιού ξεκινά τον 12ο αιώνα, όταν ένα παρεκλήσσι κτίστηκε στη τοποθεσία εκείνη αφιερωμένο στη Παναγία (Our Lady of Penaln), ενώ τον 15ο αιώνα, κτίστηκε και ένα μοναστήρι. Τον 18ο αιώνα, λόγω του φοβερού σεισμού που έγινε στη Λισαβόνα (1/11/1755), το μοναστήρι καταστράφηκε και λίγα χρονιά μετά, αγοράστηκε από τον άντρα της βασίλισσας Dona Maria II, το Φερδινάρδο ΙΙ, ο οποίος άρχισε να κτίζει το παλάτι όπως είναι στη τωρινή του μορφή.
Οι επιρροές του ρομαντισμού είναι έκδηλες τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό του παλατιού και φυσικά στους αχανείς του κήπους. Οι κήποι του παλατιού καλύπτουν περίπου μια έκταση 850 στρεμμάτων όπου μέσα θα βρεις ναούς, μνημεία, λίμνες, συντριβάνια, ανθισμένους κήπους, θερμοκήπιο, εκκλησάκια και απίστευτη βλάστηση. Αυτό που με εντυπωσίασε είναι το πόσο προσεγμένα και καλοδιατηρημένα είναι όλα εκεί. Στην είσοδο του χώρου στα δεξιά θα βρεις δωρεάν χάρτη που αναφέρει αναλυτικά που βρίσκεται το καθετί. Προετοιμάσου για πολύ περπάτημα αλλά σίγουρα αξίζει. Εννοείται ότι δε θα έχεις το χρόνο να γυρίσεις κάθε σπιθαμή του οπότε κάνε τις επιλογές σου.
Κασκάις
Ένα από τα διασημότερα θέρετρα της Πορτογαλίας και ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα σ΄αυτούς που ξοδεύουν πολλά στις διακοπές τους , είναι το Κασκάις. Βρίσκεται πολύ κοντά στην πρωτεύουσα Λισαβώνα (περίπου 30 χιλιόμετρα) και δίπλα στο επίσης διάσημο θέρετρο Εστορίλ. Από την Λισαβώνα μπορείτε να φτάσετε είτε οδικός είτε με τον προαστιακό σιδηρόδρομο.
Η ιστορία του Κασκάις ως δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1870, όταν η βασιλική οικογένεια της Πορτογαλίας το επέλεξε για τη θερινή τους κατοικία. Ακόμη και σήμερα υπάρχει η μικρή παραλία, περικυκλωμένη από ψηλούς βράχους (φώτο) που σύμφωνα με την ιστορία έκανε τα μπάνια της η βασίλισσά προστατευμένη από τα αδιάκριτα μάτια.
Ως γνωστόν, όπου πηγαίνει η βασιλική οικογένεια, ακολουθεί και η αριστοκρατία με αποτέλεσμα το μικρό ως τότε ψαροχώρι να γεμίσει από αριστοκρατικές βίλες. Κατά καιρούς, ανάμεσα στους πλούσιους και διάσημους κατοίκους, ήταν διάφοροι έκπτωτοι βασιλείς και δικτάτορες που βρήκαν καταφύγιο στο Κασκάις περιμένοντας τη μέρα της επιστροφής τους στην εξουσία, αν και για τους περισσότερους αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, το Κασκάις γνώρισε μεγάλο σουξέ. Και αυτό γιατί πλούσιοι από την σπαρασσόμενη Ευρώπη, βρήκαν καταφύγιο εκεί κάνοντας διακοπές μακράς διάρκειας, καθώς η Πορτογαλία δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο. Πολλές ιστορίες λέγονται για τους κατασκόπους που είχαν πλημυρίσει τα ξενοδοχεία του Κασκάις και του γειτονικού Εστορίλ παρακολουθώντας τα πάντα.
Σήμερα το Κασκάις είναι μια όμορφη, ιδιαίτερα προσεγμένη πόλη με υψηλά επίπεδα καθημερινού πολιτισμού. Στο ιστορικό της κέντρο που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι πεζοδρομημένο, θα περπατήσετε ανάμεσα σε πανέμορφα κτίρια που μαρτυρούν το αριστοκρατικό παρελθόν της. Εκεί βρίσκονται τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα, καφέ και εστιατόρια. Η παραλιακή της ζώνη είναι ιδιαίτερα αξιοποιημένη με πεζόδρομους, οργανωμένες παραλίες, χώρους άθλησης και αναψυχής.
Καθώς προσελκύει τουρισμό 12 μήνες το χρόνο έχει και διαρκή ζωντάνια. Αρχές του Μάρτη, ο καιρός ήταν ηλιόλουστος αλλά η θερμοκρασία σχετικά χαμηλή. Παρ΄όλα αυτά στις παραλίες νόμιζες πως ήταν καλοκαίρι από κίνηση και ζωντάνια.
Αφού περιηγηθείτε στους δρόμους του ιστορικού κέντρου, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές αξιοθέατο για να το επισκεφτείτε είναι το επιβλητικό φρούριο Cidadela. Βρίσκεται εκεί από τον 15ο αιώνα και κάποτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ασφάλεια της περιοχής, αλλά και την παρακολούθηση της ναυσιπλοΐας. Σήμερα είναι αναπαλαιωμένο και στους εντυπωσιακούς χώρους του φιλοξενεί, μουσείο, χώρους τέχνης αλλά και ξενοδοχείο.
3η ημέρα
Λισαβόνα – Ομπιτος – Ναζαρέ – Φάτιμα – Κοίμπρα
Ναζαρέ Πορτογαλία: Το «Έβερεστ» των ωκεανών
Τα κύματα εδώ ξεπερνούν τα 15 μέτρα – Έχουν συμπεριληφθεί στο Βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες
Ένα μικρό ψαροχώρι στην Πορτογαλία έχει γίνει πόλος έλξης για τους πιο ατρόμητους σέρφερ μεγάλων κυμάτων στον κόσμο, οι οποίοι δεν χρειάζονται μόνο ικανότητα, δύναμη και θάρρος -η φύση και η γεωγραφία πρέπει, επίσης, να συνεργαστούν.
Τα νερά στα ανοικτά του Ναζαρέ, λοιπόν, πολλοί το αποκαλούν και ως το «Έβερεστ» των ωκεανών, 2 ώρες βόρεια της Λισαβόνας στην Πορτογαλία, συνεργάζονται με μεγάλο τρόπο. Σε αντίθεση, όμως, με άλλες πόλεις της Πορτογαλίας, η υψηλή εποχή της περιοχής είναι κατά τους χειμερινούς μήνες, καθώς οι κατάλληλες συνθήκες εκεί έχουν δημιουργήσει μερικά από τα μεγαλύτερα κύματα στα οποία έχουν σερφάρει ποτέ οι λάτρεις του αθλήματος και ανδρεναλίνης.
Ναζαρέ Πορτογαλία: Το «Έβερεστ» των ωκεανών
Κατά την διάρκεια του χειμώνα, τα κύματα στη Βόρεια Παραλία (Praia do Norte) έχουν μέσο ύψος περίπου 15 μέτρα, ενώ σε μια εξαιρετική ημέρα, οι σέρφερ μπορούν να πιάσουν κύματα ύψους, ακόμη, και περίπου 24 μέτρων. Η 29η Οκτωβρίου 2020, ωστόσο, έχει μείνει στην ιστορία καθώς ήταν μια από τις εξαιρετικές ημέρες.
Και αυτό γιατί τότε ο Πορτογάλος σέρφερ António Laureano μπορεί να έκανε σέρφινγκ σε κύμα ύψους περίπου 31 μέτρων. Η ανάλυση του ύψους του κύματος μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά αν επιβεβαιωθεί, θα ξεπερνούσε το ρεκόρ του Ροντρίγκο Κόξα του 2017, ύψους 24 μέτρων, που είχε επίσης σημειωθεί στο Ναζαρέ.
Πώς δημιουργούνται τα μεγάλα κύματα στο Ναζαρέ
Τα δεδομένα δείχνουν ότι στις 29 Οκτωβρίου 2020, το ύψος των υπεράκτιων κυμάτων μετρήθηκε πάνω από 6 μέτρα ύψος, με περίοδο κύματος 17 δευτερόλεπτα. Αυτό συμβαίνει πριν τα κύματα αυξηθούν, καθώς αρχίζουν να φουσκώνουν και να σπάνε πιο κοντά στην ακτή- οι σέρφερ θα καβαλούσαν πολύ ψηλότερα κύματα κοντά στην ακτή.
Για σύγκριση, το ύψος των κυμάτων στα ανοικτά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, μετρήθηκε λίγο πάνω από δύο μέτρα, με περίοδο κύματος 11 δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με ειδησεογραφικές αναφορές, ο εξαιρετικά μεγάλος και ενεργητικός κυματισμός τον Οκτώβριο του 2020 επηρεάστηκε από τα απομεινάρια του τυφώνα Έψιλον και ένα σύστημα χαμηλών καιρικών πιέσεων κοντά στη Γροιλανδία. Τα ανεμογενή κύματα μπορεί να προέρχονται από τέτοιες μακρινές καταιγίδες.
Αλλά τα συστήματα καταιγίδων από μόνα τους δεν εξηγούν γιατί τα κύματα στα ανοικτά του Ναζαρέ είναι συνήθως τόσο μεγάλα. Τα κύματα εδώ μεγεθύνονται και συγκεντρώνονται από ένα βαθύ υποθαλάσσιο φαράγγι μήκους 210 χιλιομέτρων που καταλήγει στον κόλπο του Ναζαρέ. Το μέρος ενός κύματος που ταξιδεύει σε βαθιά νερά -πάνω από το φαράγγι- κινείται ταχύτερα από το μέρος του κύματος που βρίσκεται σε ρηχά νερά της υφαλοκρηπίδας.
Αυτή η διαφορά στις ταχύτητες κάνει το κύμα να φαίνεται να κάμπτεται -στην προκειμένη περίπτωση πλησιάζει τη North Beach από τα δυτικά ή νοτιοδυτικά. Αυτά τα κύματα προσκρούουν τελικά σε κύματα που πλησιάζουν από τα βορειοδυτικά, τα οποία δεν πέρασαν ποτέ από το φαράγγι. Το μοτίβο της παρεμβολής -μεγάλο κύμα συναντά μεγάλο κύμα- μπορεί να οδηγήσει στα υπερμεγέθη κύματα που είναι γνωστά στο Ναζαρέ.
Μάλιστα, επισκέπτες από διάφορα σημεία του κόσμου ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να παρακολουθήσουν τα γιγάντια κύματα του Ναζαρέ και να παρακολουθήσουν διαγωνισμούς σέρφινγκ.
Φάτιμα
Υψόμετρο 322 μέτρα
Η Φάτιμα είναι πόλη της Πορτογαλίας, ιδιαίτερα γνωστή για το φαινόμενο των «Θαυματουργών εμφανίσεων της Παναγίας» που έγιναν το 1917. Η πόλη έχει 13.212 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2021 και βρίσκεται στην περιοχή Santarιm στην κεντρική Πορτογαλία, 187 χλμ. νότια του Πόρτο και 123 χλμ. βόρεια της Λισσαβώνας.
Η πόλη προσελκύει πλήθη χριστιανών και τουριστών, ιδιαίτερα τις ημέρες του προσκυνήματος.
Τα θαύματα της Παναγίας της Φάτιμα
Ήταν 13 Μαΐου του 1917, όταν τρία παιδιά βοσκών -η Λουσία (10 ετών), ο Φρανσίσκο (9 ετών) και η Ζασίντα (7 ετών)- από το (τότε) χωριό Φάτιμα της Πορτογαλίας είδαν ένα όραμα. Η Παναγία εμφανίστηκε μπροστά τους μέσα σ’ ένα λαμπρό σύννεφο και τους ανήγγειλε πως θα εμφανιζόταν στο ίδιο σημείο κάθε 13 του μήνα, έως τον Οκτώβριο. Τους προέτρεψε σε μετάνοιες για τη σωτηρία των αμαρτωλών, ενώ τους έδωσε και τρεις προφητείες.
Σε κάθε προαναγγελθείσα εμφάνιση της Παναγίας συγκεντρώνονταν όλο και περισσότεροι πιστοί, αν και την έβλεπαν μόνο τα τρία παιδιά. Για να πειστούν οι «άπιστοι», προανήγγειλε ότι στην τελευταία εμφάνισή της, στις 13 Οκτωβρίου, θα γινόταν ένα λαμπρό θαύμα. Υπολογίζεται ότι 30 με 40 χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν το παρών τότε και αρκετοί υποστήριξαν ότι είδαν τον Ήλιο να στριφογυρίζει με μεγάλη ταχύτητα και στη συνέχεια να «χορεύει», κατεβαίνοντας προς τη γη και επιστρέφοντας μετά στην αρχική του θέση, και αλλάζοντας επίσης πλήθος από χρώματα, που πλημμύρισαν τον ουρανό και τα γύρω σύννεφα. Ωστόσο, δεν είδαν όλοι τις κινήσεις του Ηλίου, καθώς αρκετοί είδαν μόνο τα μεταβαλλόμενα χρώματα, ενώ πολλοί άλλοι δεν είδαν τίποτα απολύτως (σημειωτέον ότι οι Ορθόδοξοι δεν αναγνωρίζουν τις εμφανίσεις της Παναγίας στη Φάτιμα, καθώς και στη Λούρδη της Γαλλίας το 1858, ως αληθινές).
Μεγάλος θόρυβος γίνεται εδώ και χρόνια και για τις τρεις προφητείες, οι οποίες φυλάχτηκαν ως μυστικό από τα παιδιά, για ν’ αποκαλυφθούν όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Η πρώτη περιέγραφε μία φρικιαστική εικόνα της κόλασης, ενώ η δεύτερη προέβλεπε το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και την έναρξη του δευτέρου. Η τρίτη αποτέλεσε πραγματικό μυστήριο. Επιδιώχθηκε να αποσιωπηθεί από το Βατικανό και όταν αποκαλύφθηκε σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, το Πάσχα του 2000, έλαβε διάφορες ερμηνείες, λόγω του διφορούμενου χαρακτήρα της.
Σύμφωνα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η τρίτη προφητεία αφορούσε στην απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ από τον Τούρκο «γκρίζο λύκο» Μεχμέτ Αλί Αγκτζά, κατά την επέτειο του θαύματος, στις 13 Μαΐου 1981, στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Πολλοί, όμως, αμφισβητούν αυτή την ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι η προφητεία περιγράφει ακόμη και το τέλος του κόσμου.
Σήμερα, 6 έως 8 εκατομμύρια Χριστιανοί προσκυνητές συρρέουν κάθε χρόνο στη Φάτιμα για να προσκυνήσουν στο μέρος όπου εμφανίστηκε η Παναγία. Στο σημείο έχει δημιουργηθεί και μία πηγή, στα νερά της οποίας λέγεται πως όποιος μπει θεραπεύεται από κάθε ασθένεια.
Κοίμπρα
Η Κοΐμπρα ή Κουίμπρα (πορτογαλ. Coimbra), είναι πόλη της Πορτογαλίας. Ο δήμος έχει 148.474 κατοίκους και η μητροπολιτική περιοχή, που περιλαμβάνει 16 δήμους με συνολική έκταση 3.370 τ.χλμ., έχει πάνω από 435.000 κατοίκους. Η Κοΐμπρα είναι η πρωτεύουσα της περιοχής Σέντρο (Centro). Παράλληλα με τη Μπράγκα θεωρείται η τρίτη σημαντικότερη πόλη της Πορτογαλίας έξω από τις μητροπολιτικές περιοχές της Λισαβόνας και του Πόρτο. Αποτελεί το σημαντικότερο αστικό κέντρο του κεντρικού τμήματος της χώρας.
Η πόλη, που ήταν η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας από το 1139 μέχρι περίπου το 1260, έχει μια μεγάλη αρχαιολογική περιοχή από τον καιρό που ήταν ρωμαϊκή κωμόπολη αποκαλούμενη Aeminium. Η Κοΐμπρα κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, παρά την παρακμή της ως κέντρο της Πορτογαλικής αυτοκρατορίας, αναπτύχθηκε σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, κυρίως λόγω του Πανεπιστημίου της, που ιδρύθηκε το 1290. Το πανεπιστήμιο είναι ένα από τα παλαιότερα στην Ευρώπη και δίνει στην πόλη μια ειδική και σπάνια ατμόσφαιρα. Από την Κοΐμπρα κατάγεται, μεταξύ άλλων, ο Πορτογάλος μαθηματικός του 16ου αιώνα Πέδρου Νούνες.
Η Κοΐμπρα είναι μια όμορφη φοιτητούπολη της Πορτογαλίας και έχει περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Είναι αρκετά σημαντική, μιας και ήταν η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας για περίπου 100 χρόνια. Η πόλη αναπτύχθηκε, κυρίως λόγω του πανεπιστημίου της Κοΐμπρα που ιδρύθηκε το 1290. Το πανεπιστήμιο αυτό είναι ένα από τα παλαιότερα στην Ευρώπη και μαζί με τον ποταμό Mondego κάνουν την πόλη να μοιάζει με μικρό ταξιδιωτικό παράδεισο. Φυσικά μην ξεχάσω να σου πω ότι ο ποταμός Mondego είναι ο μεγαλύτερος ποταμός που βρίσκεται αποκλειστικά στο πορτογαλικό έδαφος.
Ως μια από τις παλιότερες φοιτητούπολεις η Κοΐμπρα δεν σου αφήνει και πολλά περιθόρια, πρέπει να επισκεφθείς το Πανεπιστήμιό της και να αποδεχθείς το μεγαλείο του. Έπειτα να κάνεις βόλτα στις πλατείες της πόλης και να την γνωρίσεις καλύτερα. Φυσικά μην ξεχάσεις να περάσεις περπατώντας και από τον ποταμό Mondego που κάνει αυτή την πόλη να μοιάζει μαγική.
Τι να φας – Τι να δοκιμάσεις:
Υπάρχει κάτι για το οποίο έρχονται από όλη την Πορτογαλία για να το δοκιμάσουν. Η περιοχή φημίζεται για το ψητό γουρούνι. Ναι ψητό γουρούνι κάτι σαν την δική μας γουρουνοπούλα. Το συνοδεύουν με πατάτες, σαλάτα ρύζι και για πρώτο πιάτο σούπα. Αν εξαιρέσεις το ψητό γουρούνι αυτά που θα δοκιμάσεις στην Κοΐμπρα δεν διαφέρουν καθόλου από όλα όσα θα φας και στην υπόλοιπη Πορτογαλία. Παστέλ ντε νάτα, Κάλντο Βέρντε και φυσικά πόρτο δεν μπορούν να λείπουν από το τραπέζι σου.
4η ημέρα:
Το Εθνικό Πάρκο Serra do Bussaco και το διάσημο Palace Hotel
Το δάσος Bussaco Forest, 105 εκταρίων με διάμετρο 5 χλμ., Χαρακτηρίζεται ως εθνικό μνημείο στην Πορτογαλία. Το δάσος Buçaco αποτελείται από γιγαντιαία δέντρα πολλών αιώνωνπου είναι και πλούσια σε αρώματα και λαμπρότητα.
Αυτό το μοναδικό δάσος δημιουργήθηκε για πρώτη φορά από τους Βενεδικτίνους μοναχούς τον 6ο αιώνα. Αργότερα, διοικήθηκε από ιερείς του καθεδρικού ναού της Κοΐμπρα και σύμφωνα με ένα Παπικό διάταγμα του 1622 οι γυναίκες που θα εισέρχονται στο δάσος θα εκδιώκονταν.
Στο πέρασμα των αιώνων μοναχοί και δασοκόμοι πέτυχαν να έχουν φυτέψει περίπου 400 πορτογαλικές ποικιλίες δένδρων, θάμνων και λουλουδιών, εισάγοντας περίπου 300 είδη από το Μεξικό, τη Χιλή και την Ιαπωνία και από πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
Αργότερα τον 19ο αιώνα, η πορτογαλική βασιλική οικογένεια ανέθεσε σε έναν Ιταλό ζωγράφο και αρχιτέκτονα να δημιουργήσει ένα καλοκαιρινό παλάτι και ένα κυνηγετικό καταφύγιο στο δάσος Buçaco.
Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1907, λίγο πριν τη δολοφονία του βασιλιά και του πρίγκιπα του στέμματος. Αργότερα ο Ελβετός σεφ του βασιλιά πήρε την κυβερνητική άδεια να μετατρέψει το παλάτι σε ξενοδοχείο το 1910.
Έτσι το παλάτι έγινε ένα από τα πιο συναρπαστικά και ιστορικά ξενοδοχεία του κόσμου, με συνεχή παράδοση της απόλυτης πολυτέλειας.
Αβέιρο
Το Αβέιρο (Πορτογαλικά: Aveiro) είναι πόλη και δημοτική ενότητα της Πορτογαλίας με έκταση 199,9 τ.χλμ. κι πληθυσμό 80.880 κατοίκους. Το Αβέιρο είναι βιομηχανική πόλη και σημαντικό λιμάνι στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Η δημοτική ενότητα αποτελείται από 14 κοινότητες. Έδρα της δημοτικής ενότητας είναι η πόλη Αβέιρο, με 73.000 κατοίκους. Δήμαρχος είναι ο Ζοζέ Ριμπάου Έστεβες, που εκλέγεται από συνασπισμό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κέντρου.
Το Αβέιρο είναι γνωστό σαν “πορτογαλική Βενετία”, λόγω των καναλιών και των σκαφών του (barcos moliceiros) που θυμίζουν την ιταλική πόλη της Βενετίας. Είναι επίσης γνωστό για τα παραδοσιακά γλυκά του από αβγά, τα “ovos moles” και τα “trouxas de ovos”.
Η πόλη χρονολογείται από τον 10ο αιώνα ενώ η περιοχή ήταν ναυτιλιακό κέντρο και περιοχή παραγωγής άλατος από τους ρωμαικούς χρόνους, γνωστή με το λατινικό όνομα Aviarium. Το σημαντικότερο ιστορικό μνημείο του Αβέιρο είναι το μοναστήρι του Ιησού (Convento de Jesus), το οποιο σήμερα φιλοξενεί το μουσείο της πόλης. Στο μοναστήρι, που χτίστηκε τον 15ο αιώνα, βρίσκεται ο τάφος της Αγίας πριγκίπισσας Ιωάννας της Πορτογαλίας, κόρης του Αλφόνσου Ε’, η οποία πέθανε το 1490.
Το πανεπιστήμιο του Αβέιρο ιδρύθηκε το 1973 και θεωρείται ένα από τα δυναμικότερα πανεπιστήμια της Πορτογαλίας, με 15.000 φοιτητές.
Η οικονομία παλιότερα στηριζόταν στην παραγωγή άλατος και τη συγκομιδή φυκιών, τα οποία χρησιμοποιούνται για λίπασμα. Σήμερα η οικονομία της πόλης επικεντρώνεται στην κεραμουργία και την τεχνολογική έρευνα γύρω από το πανεπιστήμιο.
Το Αβέιρο φιλοξένησε τρία παιχνίδια του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου του 2004.
Το Πόρτο (αναφερόμενο και Οπόρτο) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας, μετά την πρωτεύουσα Λισσαβώνα. Τοποθετημένη κατά μήκος των εκβολών του ποταμού Ντόρου (Douro), στα βόρεια της χώρας, είναι ένα από τα παλαιότερα Ευρωπαϊκά κέντρα και έχει ενταχθεί στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1996.
Το κρασί Βίνιου ντου Πόρτου (Vinho do Porto, κρασί του Πόρτο) οφείλει το όνομά του στην πόλη του Πόρτο. Είναι μια από τις βιομηχανοποιημένες περιοχές στην Πορτογαλία.
Ιστορία
Η ιστορία του Πόρτο εκκινεί από τον 4ο αιώνα, στην ρωμαϊκή κατοχή της Ιβηρικής χερσονήσου. Από τον καιρό εκείνο έχει γίνει πολύ σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Το Πόρτο κατακτήθηκε από τους Μαυριτανούς κατά την εισβολή τους στην Ιβηρική το 711 μ.Χ. Το 868 η κυριαρχία της πόλης πέρασε στον χριστιανό πολέμαρχο Vímara Peres, ο οποίος ίδρυσε την πρώτη κομητεία της Πορτογαλίας.
Το κρασί, που παράγεται στην κοιλάδα του Ντόρου, μεταφερόταν ήδη από τον 13ο αιώνα στα barcos rabelos (επίπεδα ιστιοφόρα). Το 1717, μετά τη Συνθήκη του Μέθουεν, ένας πρώτος Αγγλικός εμπορικός σταθμός εγκαταστάθηκε στο Πόρτο, και σιγά-σιγά η παραγωγή του κρασιού (Vinho do Porto) πέρασε στα χέρια Αγγλικών εταιρειών. Για να αντιμετωπίσει αυτή την κυριαρχία των Άγγλων, ο τότε πρωθυπουργός Μαρκήσιος του Πομπάλ, ίδρυσε μια Πορτογαλική εταιρεία η οποία λάμβανε το μονοπώλιο από την παραγωγή κρασιού στην κοιλάδα του Ντόρου. Οριοθέτησε την περιοχή για να εξασφαλίσει την ποιότητα του κρασιού, προκαλώντας την επανάσταση των μικρών αμπελοκαλλιεργητών, οι οποίοι την Καθαρή Τρίτη έκαψαν τα κτίρια της εταιρείας του. Η επανάσταση ονομάστηκε Revolta dos Borrachos (επανάσταση των μεθυσμένων).
Η εισβολή των Ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Πορτογαλία έφερε πόλεμο και στο Πόρτο. Στις 29 Μαρτίου του 1809, ενώ οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό για να ξεφύγουν, η γέφυρα Ponte das Barcas, μια γέφυρα πακτώνων, κατέρρευσε.
Τον Αύγουστο του 1820 το Πόρτο επαναστάτησε ενάντια στην Αγγλική παρουσία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν τον συνταγματισμό και σε αυτούς που υποστήριζαν την απολυταρχία. Τελικά δόθηκε το 1822 φιλελεύθερο σύνταγμα με τη σύνοδο Junta do Porto. Όταν ο Μιγκέλ της Πορτογαλίας πήρε το θρόνο το 1828, κατάργησε το σύνταγμα και βασίλεψε ως απόλυτος μονάρχης. Το Πόρτο επαναστάτησε πάλι και υπέστη 18μηνη πολιορκία από τον Πορτογαλικό στρατό. Μετά την παραίτηση του βασιλιά, ξαναθέσπισε το σύνταγμα.
Στις 31 Ιανουαρίου, αναταραχή από δημοκρατικούς οδήγησε σε επανάσταση στο Πόρτο, με αποτέλεσμα την δημιουργία της Πορτογαλικής Δημοκρατίας το 1910.
Κλίμα
Το κλίμα της πόλης είναι ήπιο λόγω γειτνίασης με τον ωκεανό. Τον χειμώνα σπάνια χιονίζει και το καλοκαίρι δεν είναι πολύ θερμό.


Ιστορία
Η ιστορία του Πόρτο εκκινεί από τον 4ο αιώνα, στην ρωμαϊκή κατοχή της Ιβηρικής χερσονήσου. Από τον καιρό εκείνο έχει γίνει πολύ σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Το Πόρτο κατακτήθηκε από τους Μαυριτανούς κατά την εισβολή τους στην Ιβηρική το 711 μ.Χ. Το 868 η κυριαρχία της πόλης πέρασε στον χριστιανό πολέμαρχο Vímara Peres, ο οποίος ίδρυσε την πρώτη κομητεία της Πορτογαλίας.
Το κρασί, που παράγεται στην κοιλάδα του Ντόρου, μεταφερόταν ήδη από τον 13ο αιώνα στα barcos rabelos (επίπεδα ιστιοφόρα). Το 1717, μετά τη Συνθήκη του Μέθουεν, ένας πρώτος Αγγλικός εμπορικός σταθμός εγκαταστάθηκε στο Πόρτο, και σιγά-σιγά η παραγωγή του κρασιού (Vinho do Porto) πέρασε στα χέρια Αγγλικών εταιρειών. Για να αντιμετωπίσει αυτή την κυριαρχία των Άγγλων, ο τότε πρωθυπουργός Μαρκήσιος του Πομπάλ, ίδρυσε μια Πορτογαλική εταιρεία η οποία λάμβανε το μονοπώλιο από την παραγωγή κρασιού στην κοιλάδα του Ντόρου. Οριοθέτησε την περιοχή για να εξασφαλίσει την ποιότητα του κρασιού, προκαλώντας την επανάσταση των μικρών αμπελοκαλλιεργητών, οι οποίοι την Καθαρή Τρίτη έκαψαν τα κτίρια της εταιρείας του. Η επανάσταση ονομάστηκε Revolta dos Borrachos (επανάσταση των μεθυσμένων).
Η εισβολή των Ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Πορτογαλία έφερε πόλεμο και στο Πόρτο. Στις 29 Μαρτίου του 1809, ενώ οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό για να ξεφύγουν, η γέφυρα Ponte das Barcas, μια γέφυρα πακτώνων, κατέρρευσε.
Τον Αύγουστο του 1820 το Πόρτο επαναστάτησε ενάντια στην Αγγλική παρουσία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν τον συνταγματισμό και σε αυτούς που υποστήριζαν την απολυταρχία. Τελικά δόθηκε το 1822 φιλελεύθερο σύνταγμα με τη σύνοδο Junta do Porto. Όταν ο Μιγκέλ της Πορτογαλίας πήρε το θρόνο το 1828, κατάργησε το σύνταγμα και βασίλεψε ως απόλυτος μονάρχης. Το Πόρτο επαναστάτησε πάλι και υπέστη 18μηνη πολιορκία από τον Πορτογαλικό στρατό. Μετά την παραίτηση του βασιλιά, ξαναθέσπισε το σύνταγμα.
Στις 31 Ιανουαρίου, αναταραχή από δημοκρατικούς οδήγησε σε επανάσταση στο Πόρτο, με αποτέλεσμα την δημιουργία της Πορτογαλικής Δημοκρατίας το 1910.
Ιστορικό μέρος του Πόρτο και ο ποταμος Douro
Ο ποταμός Δούρος (ισπανικά: Duero, πορτογαλικά: Douro, Ντόρου) είναι ένας ποταμός της Ιβηρικής χερσονήσου. Πηγάζει στο όρος Ουρβιόν κοντά στην καστιλιανική πόλη της Σόρια και εκβάλλει στον Ατλαντικό στην πόλη Πόρτο της Πορτογαλίας. Το συνολικό του μήκος φθάνει τα 897χλμ, από τα οποία τα 572 περνούν μέσα από την Ισπανία (κυρίως Καστίλη-Λεόν), τα 213 μοιράζονται μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας και τα υπόλοιπα 112 που ανήκουν στην τελευταία και τα οποία είναι πλεύσιμα.
Η κοιλάδα του Ντούρο είναι η σημαντικότερη και διασημότερη οινοπαραγωγός ζώνη της Πορτογαλίας. Οι Πορτογάλοι θυμίζουν πολύ εμάς στην νοοτροπία και η χώρα τους, πριν από κάποια χρόνια, έμοιαζε σε πολλά με την Ελλάδα. Στα αμπελοοινικά επικρατούσε και εκεί χάος ως τα τέλη του 19ου, με πολλές γηγενείς ποικιλίες ανακατεμένες στο ίδιο αμπέλι. Μια ομάδα πιονέρων της εποχής ξεχώρισαν τις ποικιλίες, τις ταξινόμησαν και οργάνωσαν τα αμπέλια ώστε να μπορούν αν να ελέγχουν τις δυνατότητες κάθε ποικιλίας. Από τις περίπου 50 που φύονταν τότε σε απόλυτη καλλιεργητική αναρχία, προέκυψε ότι ενδιαφέρον είχαν πέντε:Touriga National, Tinta Barocca, Touriga Francesca, Tinta Cao, Tinta Roriz.
Αυτή η παρέα των οινοποιών παρέδωσε σπουδαίο έργο. Ξεκίνησαν από τους αμπελώνες της κοιλάδας του Ντούρο, όπου το στοίχημα δεν είναι εύκολο. Τα εδάφη στις όχθες του ποταμού είναι απόκρημνα και δύσβατα και ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας βασιζόταν στις γνωστές πεζούλες. Επειδή υπήρχε δυσκολία σε κάθε λογής εργασίες, στο φύτεμα και την συγκομιδή, δημιούργησαν τις patamares, πεζούλες με μεγαλύτερο πλάτος, που χωρούν δυο σειρές αμπελιών σε απόσταση μεταξύ τους τόση όση να χωράει ένα μικρό τρακτεράκι. Αυτό ήταν κοσμογονικό γεγονός, αφού μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα όλες οι εργασίες ήταν αποκλειστικά χειρωνακτικές. Εκτός από το χρηστικό του πράγματος- που υιοθετήθηκε απ’ όλους τους καλλιεργητές – αποτέλεσμα ήταν ένα καταπληκτικό land art μοτίβο, με έναν γεωλογικό μαίανδρο πέριξ του ποταμού. Αργότερα στα μέσα του 20ου αιώνα, υιοθετήθηκε το τότε μότο του μοντερνισμού μεταφρασμένο στα οινοκαλλιεργητικά δεδομένα: «land shows function…», η μορφολογία του εδάφους αποκαλύπτει και κατευθύνει. Έτσι, στους νεότερους αμπελώνες εγκαταλείφτηκε η τεχνική των patamares και ακολουθήθηκε εκείνο που θεωρήθηκε βέλτιστο για τα συγκεκριμένα εδάφη.
Στους μαιάνδρους του κρασιού.
Με αφετηρία την πόλη του Πόρτο, αμπελουργικά η κοιλάδα του Ντούρο χωρίζεται σε τρεις περιοχές, με φορά αντίθετη από την ροή του ποταμού, σαν να ανεβαίνουν προς την Ισπανία. Η αμπελοκαλλιέργεια ξεκινά λίγα χιλιόμετρα μετά την πόλη του Πόρτο. Η πρώτη περιοχή καλείται Baixo Corgo («Κάτω Κόργκο»). Αμέσως μετά βρίσκεται η Cima Corgo («Άνω Κόργκο»), με τα περισσότερα κτήματα και τους σημαίνοντες οίκους. Τέλος, η Douro Superior («Άνω Ντούρο»)- που έγινε αργότερα περισσότερο κάτι σαν κλασαρίσμα-, είναι πιο κοντά στα σύνορα με την Ισπανία και, επειδή είναι πιο ξηρή από όλες, είναι και η σπουδαιότερη. Τη βόρεια όχθη του ποταμού- κοντά στο δέλτα του- καταλαμβάνει η πόλη του Πόρτο, ένα κοσμοπολίτικο κέντρο όλο ζωή, ενώ τη νότια όχθη καταλαμβάνει η επίσης γνωστή Vila Nova de Gaia, όπου βρίσκονται σχεδόν όλες οι κάβες και τα γραφεία των πιο πολλών οινικών οίκων. Η καρδιά του εμπορίου χτυπούσε ανέκαθεν στον ποταμό. Όταν μάλιστα έπλεαν στον Ντούρο πλοία με την σημαία της βρετανικής παντοκρατορίας, έσπευδαν όλοι με τα σκάφη τους να πουλήσουν την πραμάτειά τους. Αυτά τα σκάφη, που θυμίζουν πλοία των Βίκινγκς ή φοινικικά πλοία, ονομάζονται barcos rebelos. Το σκάφος που έφτανε πρώτο στο αγγλικό πλοίο είχε την προτεραιότητα στις πωλήσεις. Από εκεί κατάγεται η Regata, η σημερινή αγωνιστική αναβίωση αυτής της παράδοσης.
6η ημέρα: Πόρτο – Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλα – Bιάνα Ντι Καστέλου
Διαδρομή Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα
Σήμανση στην πόλη Σαρτρ (Chartres) της Γαλλίας για τη διαδρομή των προσκυνητών στον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα (Santiago de Compostella).
Το Camino de Santiago (ο δρόμος του Αγίου Ιακώβου), είναι μία από τις πιο διάσημες προσκυνηματικές διαδρομές στην Ευρώπη.
Οι διαδρομές ποικίλλουν. Οι περισσότεροι προσκυνητές, όμως, ακολουθούν αυτή των 800 χιλιομέτρων, που ξεκινά από τη St. Jean Pied de Port, στη νότια Γαλλία πάνω από τα Πυρηναία, και καταλήγει στην πόλη Santiago de Compostela, στη βορειο-δυτική Ισπανία, όπου φυλάσσονται τα οστά του Απόστολου Ιακώβου.
Ο Απόστολος Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, μαρτύρησε μεν στα Ιεροσόλυμα, αλλά το λείψανό του μεταφέρθηκε αργότερα στην Compostela της Γαλικίας.
Στον συγκεκριμένο Καθεδρικό Ναό που βρίσκονται τα λείψανά του συρρέουν πλήθη προσκυνητών ετησίως από ολόκληρο τον κόσμο.
Η Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα (ισπανικά: El Camino de Santiago, γαλλικά: Chemin de St–Jacques, αγγλικά: Way of St. James) είναι η διαδρομή, δια μέσου πολλών πόλεων της Ευρώπης, του προσκυνήματος στον Καθεδρικό Ναό του Σαντιάγο δε Κομποστέλα στη Γαλικία της βορειοδυτικής Ισπανίας, όπου βρίσκονται θαμμένα τα ιερά λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου.
Ο Άγιος Ιάκωβος, ψαράς στη θάλασσα της Γαλιλαίας και πρεσβύτερος αδελφός του Ιωάννη του Ευαγγελιστή, ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, ο οποίος μαρτύρησε στην Ιερουσαλήμ το 44 περίπου μ. Χ., με διαταγή εκτέλεσης του Ηρώδη Αγρίππα Α’. Κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα, τα οστά του μεταφέρθηκαν από κάποιους μοναχούς στην Ισπανία. Το 813 βρέθηκε ένας τάφος στο Παδρόν, γειτονική πόλη του Σαντιάγο δε Κομποστέλα, ο οποίος λέγεται, σύμφωνα με το θρύλο, ότι υποδείχθηκε από τη θεία αποκάλυψη ως ο τάφος του Αγίου Ιακώβου.
Η ανακάλυψη του λειψάνου του αγίου στην περιοχή αυτή της χριστιανικής Ισπανίας έκανε την πόλη τόπο προσκυνήματος. Ο σεβασμός προς τον άγιο ξεκίνησε την εποχή των Φράγκων, οπότε ο Άγιος Ιάκωβος (Σαντιάγο στα ισπανικά) έγινε προστάτης άγιος της Ιβηρικής Χερσονήσου. Πάνω στον τάφο του ανεγέρθηκε αρχικά πλίνθινη και κατόπιν λιθόκτιστη εκκλησία και η πόλη Σαντιάγο δε Κομποστέλα έγινε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ο σημαντικότερος τόπος προσκυνήματος, μετά την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη. Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 997 από τους Μαυριτανούς, εκτός από τον τάφο του Αγίου Ιακώβου. Το 1078 ανεγέρθηκε ο σημερινός καθεδρικός ναός του Σαντιάγο δε Κομποστέλα, όπου σε μια κρύπτη πίσω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει το μνήμα του Αγίου Ιακώβου.
Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, η προσέλευση των προσκυνητών στο Σαντιάγο δε Κομποστέλα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο ναός θεωρήθηκε ο πιο δημοφιλής από όλους τους προορισμούς χριστιανικού προσκυνήματος. Οι πιστοί συνέρρεαν από ολόκληρη την Ευρώπη για να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγίου Ιακώβου. Ήταν έθιμο να στερεώνουν στα καπέλα τους όστρακα αχιβάδων, τις «αχιβάδες των προσκυνητών», για να υποδηλώσουν ότι είναι προσκυνητές που κατευθύνονταν προς το Σαντιάγο δε Κομποστέλα. Οι προσκυνητές σφράγιζαν το τέλος του προσκυνήματός τους, αγγίζοντας με τα χέρια τους κάποιον από τους στύλους του ναού.
Στις καθιερωμένες διαδρομές των προσκυνητών προς το Σαντιάγο δε Κομποστέλα (γαλλικά: Chemin de Saint-Jacques de Compostelle) υπήρχαν σύμβολα της διαδρομής και καταλύματα για τους ταξιδιώτες, τα οποία ήταν καταγραμμένα σε καταλόγους, ανάλογα με το δρομολόγιο, οι οποίοι αποτελούσαν ένα είδος ταξιδιωτικού οδηγού. Πολλοί προσκυνητές επισκέπτονται και σήμερα την πόλη του Σαντιάγο δε Κομποστέλα στη γιορτή του Αγίου Ιακώβου στις 25 Ιουλίου.
Κρασί στη Πορτογαλία
Η Πορτογαλία έχει υποστεί κάτι σαν μια επανάσταση στον οίνο τις τελευταίες δεκαετίες, εκσυγχρονίζοντας τα στυλ και τις τεχνολογίες της οινοποίησης. Αυτή η αρχετυπική χώρα του Παλαιού Κόσμου ήταν από καιρό φημισμένη για τα ενισχυμένα κρασιά της (Port και Μαδέρα) και τα ελαφριά Vinho Verde. Αλλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει συγκεντρώσει μεγάλη προσοχή για το νέο κύμα πλούσιων, ώριμων, επιτραπέζιων οίνων, με τα κόκκινα από την κοιλάδα Douro να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα.
Η ετήσια παραγωγή κυμαινόταν μεταξύ 600 και 670 εκατομμυρίων λίτρων μεταξύ 2016 και 2020. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, η Πορτογαλία κατέκτησε τη 11η θέση στον κόσμο, ενώ η Ιταλία και η Γαλλία διεκδικούσαν την κορυφή με νούμερα μεταξύ 4 και 5,5 δισεκατομμυρίων λίτρων. Υπάρχουν περίπου 200.000 εκτάρια αμπελώνων.
Ποικιλίες σταφυλιών
Οι πολλές ποικιλίες αμπέλου της Πορτογαλίας και τα αμέτρητα περιφερειακά συνώνυμα τους είναι ο “μπελάς” των αμπελογραφών. Ορισμένα είναι ενδημικά της Πορτογαλίας (π.χ. Touriga Nacional), ενώ άλλα μοιράζονται με τη γειτονική Ισπανία (π.χ. Tinta Roriz/Tempranillo). Συνολικά περίπου 250 ποικιλίες θεωρούνται γηγενείς.
Υπάρχουν επίσης οι δημοφιλείς διεθνείς ποικιλίες γαλλικής προέλευσης, με το Syrah να είναι το πιο δημοφιλές. Είναι σημαντικό ότι η τρέχουσα επιτυχία των πορτογαλικών κρασιών δεν εξαρτάται από την τελευταία κατηγορία, βοηθώντας τους αμπελουργούς να διατηρήσουν μια καθοριστική μοναδικότητα στα κρασιά τους.
Συνθήκες ανάπτυξης και οινοπαραγωγικές περιοχές
Το εύκρατο, κυρίως θαλάσσιο κλίμα της Πορτογαλίας έχει πολλά να προσφέρει στους οινοποιούς. Το χαρτοφυλάκιο των εδαφών της χώρας δεν είναι τόσο ευρύ όσο, για παράδειγμα, της Γαλλίας ή της Ιταλίας, αλλά υπάρχει ωστόσο σημαντική διαφορά μεταξύ των βουνών, των κοιλάδων των ποταμών, των αμμωδών παραλιακών πεδιάδων και των παράκτιων λόφων, πλούσιων σε ασβεστόλιθους.
Τα υψηλά επίπεδα βροχοπτώσεων που έρχονται από τον δυτικό Ατλαντικό είναι ευλογία για όσους αναζητούν υψηλές αποδόσεις από τους αμπελώνες τους. Ωστόσο, αυτά τα ντους φέρουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο μυκητιακών προβλημάτων παντού εκτός από τις περιοχές με καλύτερο αερισμό.
Υπό την προϋπόθεση ότι ο κίνδυνος ασθένειας μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, οι παραγωγοί σε παράκτιες περιοχές όπως η Λισαβόνα (πρώην Εστρεμαδούρα) και η χερσόνησος Σετούμπαλ έχουν μικρό πρόβλημα δημιουργίας παραγωγικών αποδόσεων. Η ποιότητα μπορεί να επιτευχθεί σε αυτά τα εύφορα περιβάλλοντα μόνο με τον περιορισμό της ποσότητας μέσω προσεκτικής διαχείρισης θόλων και συνετού πράσινου τρύγου.
Οι προστατευμένες, εσωτερικές περιοχές κρασιού, όπως το Transmontano και το Douro, είναι συνήθως καλύτερα εξοπλισμένες για την παραγωγή ποιοτικών κρασιών. Το ξηρότερο κλίμα και τα προσχωσιγενή εδάφη τους στρεσάρουν τα αμπέλια, αναγκάζοντάς τα να σκάψουν βαθιά, ισχυρά ριζικά συστήματα.
Vinho Verde
Είναι μια από τις πιο πρωτότυπες και ξεχωριστές περιοχές της Πορτογαλίας, που χαρακτηρίζεται από μια ακραία ατλαντική επιρροή, σε ένα καταπράσινο και υγρό τοπίο, με δροσερές θερμοκρασίες και άφθονες βροχοπτώσεις.
Πόρτο και Ντούρο (Porto /Douro)
Το Douro είναι μια από τις πιο άγριες και πιο τραχιές περιοχές στην Πορτογαλία, σκαλισμένη από την κοιλάδα του ποταμού Douro και τα φτωχά σχιστοειδή εδάφη.
7η ημέρα:
Μπράγκα
Η Μπράγκα (Braga) —η ορθή προφορά είναι Μπράγα: πορτογαλική προφορά ΔΦΑ: [ˈbɾaɣɐ]— είναι πόλη στη βορειοδυτική Πορτογαλία. Είναι η πρωτεύουσα της περιοχής της Μπράγκα και μία από τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η Μπράγκα, με πληθυσμό 175.063 στην αστική περιοχή το 2011, παράλληλα με την Κοΐμπρα, είναι η τρίτη σημαντικότερη πόλη της Πορτογαλίας έξω από τις μητροπολιτικές περιοχές της Λισαβώνας και του Πόρτο. Συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών κοινοτήτων, ο δήμος έχει συνολικά 62 κοινότητες και 181.819 κατοίκους (2011). Η Μπράγκα είναι επίσης το κέντρο της μεγαλύτερης μητροπολιτικής περιοχής του Μίνιο (Minho) με πληθυσμό 826.833. Υπό την κυριαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας Gallaecia, ως Μπρακάρα Αουγκούστα. Σήμερα δήμαρχος είναι ο Ricardo Rio, που εκλέγεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Στην πόλη της Μπράγκα έχει την έδρα της η ποδοσφαιρική ομάδα της Σ.Κ. Μπράγκα (S.C.Braga).
Γκιμάρες
Η Γκιμαράες είναι πόλη της Πορτογαλίας. Η πόλη βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας και έχει πληθυσμό 52.181 κατοίκους. Το σύνολο της επαρχίας του Γκιμαράες έχει πληθυσμό 161.876 κατοίκους και εκτείνεται σε 241.3 τετραγωνικά μέτρα.
Η πόλη ιδρύθηκε από τον κόμη Βίμαρα Πέρες αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της πρώτης κομητείας της Πορτογαλίας το 868 μ.Χ. Το Γκιμαράες ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Πορτογαλίας και είναι γνωστή ως “το λίκνο του Πορτογαλικού Έθνους”. Στο κάστρο της πόλης ο Δούκας Αλφόνσο Ενρίκες διακήρυξε την πορτογαλική ανεξαρτησία από το Βασίλειο του Λεόν, μετά τη Μάχη του Σάο Μαμέντε, απαιτώντας ο ίδιος να είναι ο πρώτος βασιλιάς της Πορτογαλίας.
Το ιστορικό κέντρο της Γκιμαράες ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 2001 από την UNESCO. Στην Γκιμαράες υπάρχουν πολλά μεσαιωνικά σπίτια και μνημεία: Το Παλάτι του Δούκα του Μπραγκάνσα, το υπέροχο μοναστήρι και η εκκλησία της Nossa Senhora da Oliveira του 14ου αιώνα, τo Padrão do Salado (ναός γοτθικού ρυθμού) και η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου είναι μερικά από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Γκιμαράες.
κουζίνας

Το μπρίο της πορτογαλικής κουλτούρας αντικατοπτρίζεται και στην κουζίνα της χώρας. Πληθωρική, νόστιμη και αρωματική, είναι ένα πλούσιο γευστικό μίγμα όπου γη και θάλασσα συναντώνται με απόλυτη αρμονία. Συγκεντρώσαμε λοιπόν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά της πιάτα που αποτελούν ενδεικτικό κομμάτι μιας κουζίνας πραγματικά ενδιαφέρουσας.
Caldo verde (κάλντο βέρντε)
Είναι η εθνική σούπα της Πορτογαλίας. Πολύ θρεπτική και όμορφα χυλωμένη, φτιάχνεται με πατάτες, κρεμμύδια, λεπτοκομμένη λαχανίδα και ελάχιστο ελαιόλαδο. Πολλοί προσθέτουν τσορίθο ή παστό χοιρινό μπούτι για να της δώσουν μια καπνιστή νότα. Τη φτιάχνουν πολύ στο βόρειο τμήμα της χώρας ενώ οι παραλλαγές της είναι ελάχιστες με κάποιους να προσθέτουν αντί για κρεμμύδια, σκόρδο ή πράσο ή ακόμα και τα τρία για ακόμα πιο έντονη γεύση, τα οποία σοτάρουν και στη συνέχεια προσθέτουν το ζωμό και τα υπόλοιπα συστατικά.
Frango piri piri (φράνγκο piri piri)
Από τις πιο διάσημες πορτογαλικές σπεσιαλιτέ, το κοτόπουλο πίρι πίρι είναι ένα από τα πιο πληθωρικά σε γεύση πιάτα. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα γευστικό πιάτο στο οποίο χρησιμοποιούν συνήθως μικρά κοτόπουλα και ένα μίγμα μπαχαρικών του οποίου βασικό συστατικό είναι οι καυτερές πιπερίτσες πίρι πίρι, στις οποίες οφείλεται και η εξαιρετικά πικάντικη γεύση του. Παραδοσιακά το κοτόπουλο μαρινάρεται σε ξίδι, ρίγανη και πίρι πίρι και ψήνεται στη σχάρα.
Bacalhau (μπακαλάου- παστός μπακαλιάρος)
Ο μπακαλιάρος στην Πορτογαλία είναι πολλά περισσότερα από τυπική επιλογή για το πορτογαλικό τραπέζι δεδομένου ότι μαγειρεύουν πιάτα με μπακαλιάρο δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Το ψάρι αυτό είναι τόσο αγαπητό που το αποκαλούν και «πιστό φίλο» ενώ πρωταγωνιστεί ακόμα και στο τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων. Καταναλώνεται με αμέτρητους τρόπους, από ψητός με κρέμα και πατάτες (bacalhau com natas) μέχρι σε δροσερή σαλάτα με ρεβίθια (salada de bacalhau com grão-de-bico) όμως ο παραδοσιακός «bacalhau do Porto» που συνδυάζει το μπακαλιάρο με κοκάρια, ελιές και πατάτες είναι από τις δημοφιλείς εκδοχές μαγειρέματος.
Χοιρινό alentejano (Αλεντεζάνο)
Οι μαύροι χοίροι εκτρέφονται και στις δύο πλευρές των πορτογαλικών συνόρων με τους καλύτερους όμως να προέρχονται από την περιοχή Μοντάδο του Αλεντέχο. Η εκτροφή τους γίνεται σε δάση με βελανιδιές με μέθοδο εκτροφής παρόμοια με αυτή του περίφημου kobe beef και το αποτέλεσμα είναι εφάμιλλο με αυτό της συγκεκριμένης ράτσας μοσχαριού. Πιο συγκεκριμένα, αναπτύσσονται επίπεδα ενδομυικού λίπους με αποτέλεσμα το κρέας να είναι καλύτερης ποιότητας από πλευράς γεύσης αλλά και υφής. Στην Πορτογαλία χρησιμοποιείται σε πιάτα όπως τα rojões (χοιρινό με κάστανα) που αγαπούν πολύ στα βόρεια της χώρας ενώ εξαιρετικά δημοφιλές είναι και το carne de porco a Alentejana, surf n turf πλούσιο γευστικά πιάτο που συνδυάζει το χοιρινό κρέας με αχιβάδες.
Feijoada à transmontana (φεϊζοράντα α τρανσμοντάνα- μαγειρευτά φασόλια)
Είναι μια από τις πιο δημοφιλείς παραδοσιακές συνταγές και το πιο κλασικό στυλ μαγειρέματος φασολιών ενώ αποτελεί τη βάση πολλών ανάλογων βραζιλιάνικων πιάτων. Οι ρίζες του βρίσκονται στη βόρεια Πορτογαλία ενώ συνδυάζει πολλές διαφορετικές κλασικές πορτογαλικές γεύσεις και μπαχαρικά. Η παραδοσιακή feijoada φτιάχνεται με φασόλια, χοιρινό, λουκάνικο, λάχανο, καρότα και κρεμμύδια. Σε παραλιακές περιοχές όμως συναντάται ως feijoada de Buzinas με οστρακοειδή ή feijoada de choco με καλαμάρι.
Pastel de Nata (παστέλ ντε νάτα)
Αυτά τα ταρτάκια με γέμιση κρέμα ζαχαροπλαστικής και όμορφα καραμελωμένη κρούστα είναι από τις αγαπημένες γλυκές συνήθειες των Πορτογάλων. Η ζύμη τους είναι από τραγανή σφολιάτα και η κρέμα τους απαλή ενώ είναι η συνηθέστερη επιλογή που στολίζει τις προθήκες ζαχαροπλαστείων και καφέ της χώρας. Η ιστορία τους ξεκινά πριν το 18ο αιώνα από καθολικούς μοναχούς στο Mosteiro dos Jerónimos στη Λισαβόνα, οι οποίοι προέρχονταν από τη Γαλλία, όπου τέτοιου τύπου γλυκές παρασκευές ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες.
Polvo à Lagareiro (πόλβο α λαγκαρέιρο)
Η πορτογαλική κουζίνα είναι γνωστή και για τα θαλασσινά της που φτιάχνουν στις πιο απλές και γευστικές εκδοχές. Το χταπόδι είναι μια από τις επιλογές πουν σερβίρουν με αμέτρητους τρόπους ανά περιοχή ενώ το προτιμούν ιδιαίτερα ψητό. Μια από τις προτάσεις που αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της απλότητας (όσον αφορά τον τρόπο του μαγειρέματος) αλλά το αποτέλεσμα δικαιώνει την επιλογή, είναι το συγκεκριμένο πιάτο όπου το χταπόδι βράζεται ολόκληρο για να γίνει τρυφερό, και στη συνέχεια ψήνεται στο φούρνο με πατάτες, μπόλικο σκόρδο και ελαιόλαδο.
Posta Mirandesa (πόστα μιραντέζα)
Το συγκεκριμένο πιάτο είναι η πορτογαλική απάντηση στο γαλλικό σατομπριάν και την ιταλική μπιστέκα φιορεντίνα. Είναι ένα παχύ, ζουμερό κομμάτι βοδινής μπριζόλας από ζώα που έχουν εκτραφεί στην πορτογαλική περιοχή Τrás-os-Montes, με τροφές αποκλειστικά φυσικές. Το κομμάτι του κρέατος ψήνεται σε δυνατή φωτιά ενώ το μυστικό της μεστής γεύσης του είναι ότι τα βοοειδή της ράτσας Mirandesa εκτρέφονται ελεύθερα. Σερβίρεται με baby πατάτες (βραστές κατά προτίμηση ή ψητές) ενώ το 2011 συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα 70 θαύματα της πορτογαλικής κουζίνας.
